- δυσκαταμάχητος
- δυσκατα-μάχητος [μᾰ], ον,A hard to overcome, D.S.3.35; νόσος (sc. πενία) Lib.Decl.34.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυσκαταμάχητος — hard to overcome masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκαταμάχητος — η, ο (AM δυακαταμάχητος, ον) αυτός που δύσκολα καταπολεμάται, ο δυσκολονίκητος … Dictionary of Greek
δυσκαταμάχητον — δυσκαταμάχητος hard to overcome masc/fem acc sg δυσκαταμάχητος hard to overcome neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκαταμαχήτου — δυσκαταμάχητος hard to overcome masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκαταμαχήτων — δυσκαταμάχητος hard to overcome masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκαταμαχήτῳ — δυσκαταμάχητος hard to overcome masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκαταμάχητοι — δυσκαταμάχητος hard to overcome masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)